- επίτμηση
- η [επιτέμνω]1. αποκοπή, συντόμευση, σύμπτυξη, βραχυγραφία2. σύντμηση λέξεων στη γραφή ή στην εκτύπωση, με παράλειψη γραμμάτων (π.χ. αρσ. αντί αρσενικό κ.λπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιτμητικός — ἐπιτμητικός, ή, όν (Μ) [επίτμηση] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επίτμηση ή που έχει υποστεί επίτμηση («οὗ δεσμοῡ καὶ τῆς κατ’ ὀρθὸν στάσεως σύμβολον ἐπιτμητικὸν ἡ ἱστοπέδη φαίνεται», Ευστ.) … Dictionary of Greek